Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μοναστικοί
μοναστικοί
Greek
Adjective
μοναστικοί
•
(
monastikoí
)
Nominative
masculine
plural
form of
μοναστικός
(
monastikós
)
.
Vocative
masculine
plural
form of
μοναστικός
(
monastikós
)
.
Similar Results