Definify.com
Definition 2024
μονογαμία
μονογαμία
Greek
Noun
μονογαμία • (monogamía) f (plural μονογαμίες)
- monogamy (permanent pair bond between to beings)
Declension
declension of μονογαμία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονογαμία | μονογαμίες |
genitive | μονογαμίας | μονογαμιών |
accusative | μονογαμία | μονογαμίες |
vocative | μονογαμία | μονογαμίες |