Definify.com
Definition 2024
μονογραφή
μονογραφή
Greek
Noun
μονογραφή • (monografí) f (plural μονογραφές)
Declension
declension of μονογραφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονογραφή | μονογραφές |
genitive | μονογραφής | μονογραφών |
accusative | μονογραφή | μονογραφές |
vocative | μονογραφή | μονογραφές |
Derived terms
- μονογράφηση f (monográfisi, “initialing”)
Related terms
- μονογραφία f (monografía, “monograph”)