Definify.com
Definition 2024
μονομαχία
μονομαχία
Greek
Noun
μονομαχία • (monomachía) f (plural μονομαχίες)
- duel, joust
- dogfight (air combat)
- (figurative) confrontation (between two people or groups)
Declension
declension of μονομαχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονομαχία | μονομαχίες |
genitive | μονομαχίας | μονομαχιών |
accusative | μονομαχία | μονομαχίες |
vocative | μονομαχία | μονομαχίες |
Related terms
- μονομάχος m (monomáchos, “gladiator, duellist”)