Definify.com
Definition 2024
μονοτονικές
μονοτονικές
Greek
Adjective
μονοτονικές • (monotonikés)
- Nominative feminine plural form of μονοτονικός (monotonikós).
- Accusative feminine plural form of μονοτονικός (monotonikós).
- Vocative feminine plural form of μονοτονικός (monotonikós).