Definify.com
Definition 2025
μοντελίστρια
μοντελίστρια
Greek
Noun
μοντελίστρια • (montelístria) f (plural μοντελίστριες, masculine μοντελιστής)
Declension
declension of μοντελίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοντελίστρια | μοντελίστριες |
genitive | μοντελίστριας | μοντελιστριών |
accusative | μοντελίστρια | μοντελίστριες |
vocative | μοντελίστρια | μοντελίστριες |
Related terms
- see: μοντέλο n (montélo, “model”)