Definify.com
Definition 2024
μονωτής
μονωτής
Greek
Noun
μονωτής • (monotís) m (plural μονωτές)
Declension
declension of μονωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονωτής | μονωτές |
genitive | μονωτή | μονωτών |
accusative | μονωτή | μονωτές |
vocative | μονωτή | μονωτές |
Synonyms
- μόνωση f (mónosi, “insulation”)
Derived terms
- see: μόνωση f (mónosi, “insulation”)