Definify.com
Definition 2024
μοριακό_βάρος
μοριακό βάρος
Greek
Noun
μοριακό βάρος • (moriakó város) n (plural μοριακά βάρη)
See also
- ισοδύναμο βάρος n (isodýnamo város, “equivalent weight”)
External links
- μοριακό βάρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el