Definify.com
Definition 2024
μοσκοκάρυδο
μοσκοκάρυδο
Greek
Noun
μοσκοκάρυδο • (moskokárydo) n (plural μοσκοκάρυδα)
- (colloquial) Alternative form of μοσχοκάρυδο (moschokárydo)
Declension
declension of μοσκοκάρυδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοσκοκάρυδο | μοσκοκάρυδα |
genitive | μοσκοκάρυδου | μοσκοκάρυδων |
accusative | μοσκοκάρυδο | μοσκοκάρυδα |
vocative | μοσκοκάρυδο | μοσκοκάρυδα |