Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μοσχάρι
μοσχάρι
Greek
Noun
μοσχάρι
•
(
moschári
)
n
(
plural
μοσχάρια
)
calf
(
young cow or bull
)
Declension
declension of
μοσχάρι
singular
plural
nominative
μοσχάρι
μοσχάρια
genitive
μοσχαριού
μοσχαριών
accusative
μοσχάρι
μοσχάρια
vocative
μοσχάρι
μοσχάρια
Coordinate terms
see:
αγελάδα
f
(
ageláda
,
“
cow
”
)
Similar Results