Definify.com
Definition 2024
μοτοποδήλατο
μοτοποδήλατο
Greek
Noun
μοτοποδήλατο • (motopodílato) n (plural μοτοποδήλατα)
Declension
declension of μοτοποδήλατο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοτοποδήλατο | μοτοποδήλατα |
genitive | μοτοποδηλάτου | μοτοποδηλάτων |
accusative | μοτοποδήλατο | μοτοποδήλατα |
vocative | μοτοποδήλατο | μοτοποδήλατα |
Synonyms
- σκούτερ n (skoúter)
- μοτοσυκλέτα f (motosykléta)
External links
- Μοτοσικλέτα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el