Definify.com

Definition 2024


μοτοσικλέτα

μοτοσικλέτα

Greek

Noun

μοτοσικλέτα (motosikléta) f (plural μοτοσικλέτες)

  1. (literary) Alternative form of μοτοσυκλέτα (motosykléta)

Declension