Definify.com
Definition 2024
μουσείο
μουσείο
Greek
Noun
μουσείο • (mouseío) n (plural μουσεία)
Declension
declension of μουσείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μουσείο | μουσεία |
genitive | μουσείου | μουσείων |
accusative | μουσείο | μουσεία |
vocative | μουσείο | μουσεία |
External links
- μουσείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el