Definify.com
Definition 2024
μπέρδεμα
μπέρδεμα
Greek
Noun
μπέρδεμα • (bérdema) n (plural μπερδέματα)
- confusion, tangle, jumble, mix-up
- το μπέρδεμα των σκοινιών (the tangle of cords)
- (in the plural) trouble
Declension
declension of μπέρδεμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπέρδεμα | μπερδέματα |
genitive | μπερδέματος | μπερδεμάτων |
accusative | μπέρδεμα | μπερδέματα |
vocative | μπέρδεμα | μπερδέματα |