Definify.com
Definition 2024
μπαγιονέτα
μπαγιονέτα
Greek
Noun
μπαγιονέτα • (bagionéta) f (plural μπαγιονέτες)
Declension
declension of μπαγιονέτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπαγιονέτα | μπαγιονέτες |
genitive | μπαγιονέτας | — |
accusative | μπαγιονέτα | μπαγιονέτες |
vocative | μπαγιονέτα | μπαγιονέτες |
Synonyms
- ξιφολόγχη f (xifolónchi)