Definify.com
Definition 2024
μπακάλικο
μπακάλικο
Greek
Noun
μπακάλικο • (bakáliko) n
Declension
declension of μπακάλικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπακάλικο | μπακάλικα |
genitive | μπακάλικου | μπακάλικων |
accusative | μπακάλικο | μπακάλικα |
vocative | μπακάλικο | μπακάλικα |
Synonyms
- παντοπωλείο n (pantopoleío)
- μπακαλικάκι n (bakalikáki) (diminutive form)