Definify.com
Definition 2024
μπανανόφλουδα
μπανανόφλουδα
Greek
Noun
μπανανόφλουδα • (bananóflouda) f
Declension
declension of μπανανόφλουδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπανανόφλουδα | μπανανόφλουδες |
genitive | μπανανόφλουδας | μπανανόφλουδων |
accusative | μπανανόφλουδα | μπανανόφλουδες |
vocative | μπανανόφλουδα | μπανανόφλουδες |
Related terms
- see: μπανάνα f (banána, “banana”)