Definify.com
Definition 2024
μπανιερό
μπανιερό
Greek
Noun
μπανιερό • (banieró) n (plural μπανιερά)
- (colloquial) swimsuit, swimming costume, swimming trunks
Declension
declension of μπανιερό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπανιερό | μπανιερά |
genitive | μπανιερού | μπανιερών |
accusative | μπανιερό | μπανιερά |
vocative | μπανιερό | μπανιερά |
Synonyms
- μαγιό n (magió)