Definify.com
Definition 2024
μπαρμπούνι
μπαρμπούνι
Greek
Noun
μπαρμπούνι • (barmpoúni) n (plural μπαρμπούνια)
- mullet (striped red), Mullus surmuletus
- gurnard
- borlotti (bean)
Declension
declension of μπαρμπούνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπαρμπούνι | μπαρμπούνια |
genitive | μπαρμπουνιού | μπαρμπουνιών |
accusative | μπαρμπούνι | μπαρμπούνια |
vocative | μπαρμπούνι | μπαρμπούνια |
Synonyms
- τρίγλη f (trígli)