Definify.com
Definition 2024
μπαστούνι
μπαστούνι
Greek
Noun
μπαστούνι • (bastoúni) n (plural μπαστούνια)
- cane, walking stick
- spade, as used in "queen of spades", not the gardening implement.
- (idiomatic) trouble
- τα βρήκα μπαστούνια (I met with trouble)
Declension
declension of μπαστούνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπαστούνι | μπαστούνια |
genitive | μπαστουνιού | μπαστουνιών |
accusative | μπαστούνι | μπαστούνια |
vocative | μπαστούνι | μπαστούνια |
Derived terms
- μπαστουνιά f (bastouniá, “a hit with a cane”)
- φάντης μπαστούνι m (fántis bastoúni, “jack of spades, unexpected visitor”)