Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μπιζέλι
μπιζέλι
Greek
Noun
μπιζέλι
•
(
bizéli
)
n
(
plural
μπιζέλια
)
pea
(
fresh green
)
pea
(
plant
)
Declension
declension of
μπιζέλι
singular
plural
nominative
μπιζέλι
μπιζέλια
genitive
μπιζελιού
μπιζελιών
accusative
μπιζέλι
μπιζέλια
vocative
μπιζέλι
μπιζέλια
Related terms
μπιζελιά
f
(
bizeliá
,
“
pea plant
”
)
Coordinate terms
αρακάς
m
(
arakás
,
“
legumes, peas, beans
”
)
όσπριο
m
(
ósprio
,
“
legumes, pulse
”
)
Similar Results