Definify.com
Definition 2024
μπλούζα
μπλούζα
Greek
Noun
μπλούζα • (bloúza) f (plural μπλούζες)
Declension
declension of μπλούζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπλούζα | μπλούζες |
genitive | μπλούζας | μπλουζών |
accusative | μπλούζα | μπλούζες |
vocative | μπλούζα | μπλούζες |
Related terms
- μπλουζάκι n (blouzáki, “t-shirt”)
- μπλουζίτσα n (blouzítsa, “t-shirt”)
- μπλουζόν n (blouzón, “blouson”)
See also
- μπλουζ n (blouz, “blues”)