Definify.com
Definition 2024
μποζόνιο
μποζόνιο
Greek
Noun
μποζόνιο • (bozónio) n (plural μποζόνια)
Declension
declension of μποζόνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μποζόνιο | μποζόνια |
genitive | μποζονίου | μποζονίων |
accusative | μποζόνιο | μποζόνια |
vocative | μποζόνιο | μποζόνια |