Definify.com
Definition 2024
μπριζόλα
μπριζόλα
Greek
Noun
μπριζόλα • (brizóla) f (plural μπριζόλες)
Declension
declension of μπριζόλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπριζόλα | μπριζόλες |
genitive | μπριζόλας | μπριζολών |
accusative | μπριζόλα | μπριζόλες |
vocative | μπριζόλα | μπριζόλες |