Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μπροστά
μπροστά
Greek
Adverb
μπροστά
•
(
brostá
)
in front
,
in front of
ahead
Synonyms
εμπρός
(
emprós
)
μπρος
(
bros
)
Derived terms
μπροστινός
(
brostinós
)
βάζω μπροστά
(
vázo brostá
)
Similar Results