Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μπρόκολο
μπρόκολο
Greek
Noun
μπρόκολο
•
(
brókolo
)
n
(
plural
μπρόκολα
)
broccoli
Declension
declension of
μπρόκολο
singular
plural
nominative
μπρόκολο
μπρόκολα
genitive
μπρόκολου
μπρόκολων
accusative
μπρόκολο
μπρόκολα
vocative
μπρόκολο
μπρόκολα
Etymology
Borrowing
from
Italian
broccolo
Similar Results