Definify.com
Definition 2025
μυθιστοριογράφος
μυθιστοριογράφος
Greek
Noun
μυθιστοριογράφος • (mythistoriográfos) m, f (plural μυθιστοριογράφοι)
Declension
declension of μυθιστοριογράφος
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | μυθιστοριογράφος | μυθιστοριογράφοι |
| genitive | μυθιστοριογράφου | μυθιστοριογράφων |
| accusative | μυθιστοριογράφο | μυθιστοριογράφους |
| vocative | μυθιστοριογράφε | μυθιστοριογράφοι |
Related terms
- μυθιστόρημα n (mythistórima, “novel”)
External links
-
Μυθιστόρημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el