Definify.com

Definition 2024


μῖμος

μῖμος

Ancient Greek

Noun

μῖμος (mîmos) m (genitive μίμου); second declension

  1. mime, actor
  2. imitation, mimicking
  3. mime (a drama of everyday life without choir)

Inflection

This noun needs an inflection-table template.

Derived terms

  • ἀρχίμιμος (arkhímimos)
  • Μίμας (Mímas)
  • μιμάς (mimás)
  • μίμαστα (mímasta)
  • μιμαυλέω (mimauléō)
  • μίμαυλος (mímaulos)
  • μιμεία (mimeía)
  • μιμέομαι (miméomai)
  • μιμηλός (mimēlós)
  • μίμημα (mímēma)
  • μίμησις (mímēsis)
  • μιμητέος (mimētéos)
  • μιμητής (mimētḗs)
  • μιμητικός (mimētikós)
  • μιμητός (mimētós)
  • μιμικός (mimikós)
  • μιμόβιος (mimóbios)
  • μιμογράφος (mimográphos)
  • μιμολογέομαι (mimologéomai)
  • μιμολόγος (mimológos)
  • μιμῳδός (mimōidós)

Descendants

References