Definify.com
Definition 2024
νανούρισμα
νανούρισμα
Greek
Noun
νανούρισμα • (nanoúrisma) n (plural νανουρίσματα)
Declension
declension of νανούρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νανούρισμα | νανουρίσματα |
genitive | νανουρίσματος | νανουρισμάτων |
accusative | νανούρισμα | νανουρίσματα |
vocative | νανούρισμα | νανουρίσματα |
Coordinate terms
- τραγούδι n (tragoúdi, “song”)
External links
- νανούρισμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el