Definify.com
Definition 2024
ναρκομανής
ναρκομανής
Greek
Noun
ναρκομανής • (narkomanís) m, f (plural ναρκομανείς)
- drug addict (esp. addicted to opiates)
Declension
declension of ναρκομανής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ναρκομανής | ναρκομανές |
genitive | ναρκομανή | ναρκομανών |
accusative | ναρκομανή | ναρκομανές |
vocative | ναρκομανή | ναρκομανές |