Definify.com
Definition 2024
ναυαγοσώστης
ναυαγοσώστης
Greek
Noun
ναυαγοσώστης • (navagosóstis) m (plural ναυαγοσώστες, feminine ναυαγοσώστρια)
Declension
declension of ναυαγοσώστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ναυαγοσώστης | ναυαγοσώστες |
genitive | ναυαγοσώστη | ναυαγοσωστών |
accusative | ναυαγοσώστη | ναυαγοσώστες |
vocative | ναυαγοσώστη | ναυαγοσώστες |