Definify.com
Definition 2024
νεκροτομεία
νεκροτομεία
Greek
Noun
νεκροτομεία • (nekrotomeía) n
- nominative plural of νεκροτομείο (nekrotomeío)
- accusative plural of νεκροτομείο (nekrotomeío)
- vocative plural of νεκροτομείο (nekrotomeío)
νεκροτομεία • (nekrotomeía) n