Definify.com
Definition 2024
νεκταρίνι
νεκταρίνι
Greek
Noun
νεκταρίνι • (nektaríni) n (plural νεκταρίνια)
- (fruit) nectarine
Declension
declension of νεκταρίνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νεκταρίνι | νεκταρίνια |
genitive | νεκταρινιού | νεκταρινιών |
accusative | νεκταρίνι | νεκταρίνια |
vocative | νεκταρίνι | νεκταρίνια |
Coordinate terms
- ροδάκινο n (rodákino, “peach”)