Definify.com
Definition 2024
νεολογισμός
νεολογισμός
Greek
Noun
νεολογισμός • (neologismós) m (plural νεολογισμοί)
Declension
declension of νεολογισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νεολογισμός | νεολογισμοί |
genitive | νεολογισμού | νεολογισμών |
accusative | νεολογισμό | νεολογισμούς |
vocative | νεολογισμέ | νεολογισμοί |
External links
- νεολογισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el