Definify.com
Definition 2024
νεροχύτης
νεροχύτης
Greek
Noun
νεροχύτης • (nerochýtis) m (plural νεροχύτες)
- sink, washbasin
- ο νεροχύτης της κουζίνας ("kitchen sink")
- (figuratively) of someone who speaks vulgarly
- έχει ένα στόμα νεροχύτη
- he has a mouth like a sewer (literally "like a sink")
- έχει ένα στόμα νεροχύτη
Declension
declension of νεροχύτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νεροχύτης | νεροχύτες |
genitive | νεροχύτη | νεροχυτών |
accusative | νεροχύτη | νεροχύτες |
vocative | νεροχύτη | νεροχύτες |
Synonyms
- (washbasin): νιπτήρας m (niptíras)