Definify.com
Definition 2024
νεφρολογός
νεφρολογός
Greek
Noun
νεφρολογός • (nefrologós) m, f (plural νεφρολογοί)
Declension
declension of νεφρολογός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νεφρολογός | νεφρολογοί |
genitive | νεφρολογού | νεφρολογών |
accusative | νεφρολογό | νεφρολογούς |
vocative | νεφρολογέ | νεφρολογοί |
Related terms
- νεφρολογία f (nefrología, “nephrology”)