Definify.com
Definition 2024
νηφαλιότητα
νηφαλιότητα
Greek
Noun
νηφαλιότητα • (nifaliótita) f
Declension
declension of νηφαλιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νηφαλιότητα | νηφαλιότητες |
genitive | νηφαλιότητας | νηφαλιοτήτων |
accusative | νηφαλιότητα | νηφαλιότητες |
vocative | νηφαλιότητα | νηφαλιότητες |