Definify.com
Definition 2025
νοικοκυριό
νοικοκυριό
Greek
Noun
νοικοκυριό • (noikokyrió) n (plural νοικοκυριά)
Declension
declension of νοικοκυριό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νοικοκυριό | νοικοκυριά |
genitive | νοικοκυριού | νοικοκυριών |
accusative | νοικοκυριό | νοικοκυριά |
vocative | νοικοκυριό | νοικοκυριά |