Definify.com

Definition 2024


νοσέω

νοσέω

Ancient Greek

Verb

νοσέω (noséō)

  1. I am sick, I ail
  2. I am mad, passionate
  3. I suffer

Inflection

Derived terms

  • ἀνᾰνοσέω (ananoséō)
  • ἀπονοσέω (aponoséō)
  • δῐᾰνοσέω (dianoséō)
  • ἐπινοσέω (epinoséō)
  • φιλονικνοσέω (philoniknoséō)
  • μακρονοσέω (makronoséō)
  • προνοσέω (pronoséō)
  • σῠννοσέω (sunnoséō)
  • ὑπερνοσέω (hupernoséō)
  • ὑπονοσέω (huponoséō)

Related terms

  • ἀνόσητος (anósētos)
  • νοσηλός (nosēlós)
  • νόσημᾰ (nósēma)
  • νοσηρός (nosērós)
  • νοσητήριος (nosētḗrios)
  • νοσηφόρος (nosēphóros)

References