Definify.com
Definition 2024
νοσοκομείο
νοσοκομείο
Greek
Noun
νοσοκομείο • (nosokomeío) n (plural νοσοκομεία)
Declension
declension of νοσοκομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νοσοκομείο | νοσοκομεία |
genitive | νοσοκομείου | νοσοκομείων |
accusative | νοσοκομείο | νοσοκομεία |
vocative | νοσοκομείο | νοσοκομεία |
Related terms
- see: νόσος f (nósos, “disease”)