Definify.com
Definition 2024
νυχτωδία
νυχτωδία
Greek
Alternative forms
- νυκτωδία (nyktodía)
Noun
νυχτωδία • (nychtodía) f (plural νυχτωδίες)
- (literary, poetic) nocturne (song or piece suggestive of night)
- 1982, Alkis Alkaios/Thanos Mikroutsikos, Ερωτικό (Με μια πιρόγα):
- Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω- Which night song has taken your light
and in which galaxy shall I find you?
- Which night song has taken your light
- Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
- 1982, Alkis Alkaios/Thanos Mikroutsikos, Ερωτικό (Με μια πιρόγα):
Declension
declension of νυχτωδία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νυχτωδία | νυχτωδίες |
genitive | νυχτωδίας | νυχτωδιών |
accusative | νυχτωδία | νυχτωδίες |
vocative | νυχτωδία | νυχτωδίες |