Definify.com
Definition 2024
νωθρότητα
νωθρότητα
Greek
Noun
νωθρότητα • (nothrótita) f (plural νωθρότητες)
Declension
declension of νωθρότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νωθρότητα | νωθρότητες |
genitive | νωθρότητας | νωθροτήτων |
accusative | νωθρότητα | νωθρότητες |
vocative | νωθρότητα | νωθρότητες |
Synonyms
- ραθυμία f (rathymía)
See also
- βραδύπους f (vradýpous, “sloth”) (mammal)