Definify.com
Definition 2024
νωπογραφία
νωπογραφία
Greek
Noun
νωπογραφία • (nopografía) f (plural νωπογραφίες)
- (art) fresco (wall painting and the technique for its production)
Declension
declension of νωπογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νωπογραφία | νωπογραφίες |
genitive | νωπογραφίας | νωπογραφιών |
accusative | νωπογραφία | νωπογραφίες |
vocative | νωπογραφία | νωπογραφίες |
Synonyms
- φρέσκο n (frésko)
External links
- νωπογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el