Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
νωτιαίος_μυελός
νωτιαίος μυελός
Greek
Noun
νωτιαίος μυελός
•
(
notiaíos myelós
)
m
(
plural
νωτιαίοι μυελοί
)
spinal cord
Similar Results