Definify.com
Definition 2024
ξέβρασμα
ξέβρασμα
Greek
Noun
ξέβρασμα • (xévrasma) n (plural ξεβράσματα)
- jetsam (cargo thrown overboard at sea)
Declension
declension of ξέβρασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξέβρασμα | ξεβράσματα |
genitive | ξεβράσματος | ξεβρασμάτων |
accusative | ξέβρασμα | ξεβράσματα |
vocative | ξέβρασμα | ξεβράσματα |
Related terms
- ξεβράζω (xevrázo, “washed up”)