Definify.com
Definition 2024
ξεβουλωτήρι
ξεβουλωτήρι
Greek
Noun
ξεβουλωτήρι • (xevoulotíri) n (plural ξεβουλωτήρια)
Declension
declension of ξεβουλωτήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεβουλωτήρι | ξεβουλωτήρια |
genitive | — | — |
accusative | ξεβουλωτήρι | ξεβουλωτήρια |
vocative | ξεβουλωτήρι | ξεβουλωτήρια |