Definify.com
Definition 2024
ξενοδοχοϋπάλληλος
ξενοδοχοϋπάλληλος
See also: ξενοδοχουπάλληλος
Greek
Alternative forms
- ξενοδοχουπάλληλος (xenodochoupállilos) (misspeling)
Noun
ξενοδοχοϋπάλληλος • (xenodochoÿpállilos) m, f (plural ξενοδοχοϋπάλληλοι)
- hotel worker, hotel employee (person who works in a hotel)
- Φέτος προσλάβαμε δέκα νέους ξενοδοχοϋπαλλήλους. ― Fétos proslávame déka néous xenodochoÿpallílous. ― This year, we hired ten new hotel employees.
Declension
declension of ξενοδοχοϋπάλληλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξενοδοχοϋπάλληλος | ξενοδοχοϋπάλληλοι |
genitive | ξενοδοχοϋπαλλήλου | ξενοδοχοϋπαλλήλων |
accusative | ξενοδοχοϋπάλληλο | ξενοδοχοϋπαλλήλους |
vocative | ξενοδοχοϋπάλληλε | ξενοδοχοϋπάλληλοι |
Related terms
- ξενοδοχείο n (xenodocheío, “hotel”)
- ξενοδόχος m f (xenodóchos, “hotelier”)