Definify.com
Definition 2025
ξεφωνητό
ξεφωνητό
Greek
Noun
ξεφωνητό • (xefonitó) n (plural ξεφωνητά)
Declension
declension of ξεφωνητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεφωνητό | ξεφωνητά |
genitive | ξεφωνητού | ξεφωνητών |
accusative | ξεφωνητό | ξεφωνητά |
vocative | ξεφωνητό | ξεφωνητά |