Definify.com
Definition 2024
ξημέρωμα
ξημέρωμα
Greek
Noun
ξημέρωμα • (ximéroma) n (plural ξημερώματα)
Declension
declension of ξημέρωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξημέρωμα | ξημερώματα |
genitive | ξημερώματος | ξημερωμάτων |
accusative | ξημέρωμα | ξημερώματα |
vocative | ξημέρωμα | ξημερώματα |
Synonyms
- αυγή f (avgí)
- χάραμα n (chárama)
Related terms
- ξημερώνει (ximerónei, “it is dawn”)
- ξημερώνω (ximeróno, “stay up until dawn”)
See also
- σούρουπο n (soúroupo, “dusk”)