Definify.com
Definition 2024
ξιφίδιο
ξιφίδιο
Greek
Noun
ξιφίδιο • (xifídio) n (plural ξιφίδια)
Declension
declension of ξιφίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξιφίδιο | ξιφίδια |
genitive | ξιφιδίου | ξιφιδίων |
accusative | ξιφίδιο | ξιφίδια |
vocative | ξιφίδιο | ξιφίδια |
Related terms
- see: ξίφος n (xífos, “sword”)